Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ιδιωτική ή Δημόσια Παιδεία; Η κρίση και το στοίχημα των καιρών

Πριν το καλοκαίρι διαβάσαμε άρθρο σε τοπικό τύπο της Ηγουμενίτσας με τίτλο Κοινωνικά Παντοπωλεία και επιμέρους τίτλο « Ιδιωτικά Φροντιστήρια, Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών». Ο συντάκτης αυτού του άρθρου αναφερόταν σε περιπτώσεις μαθητών απόρων ή πολυτέκνων που αδυνατούν να πληρώσουν τα δίδακτρα στα φροντιστήρια. Ενημέρωνε λοιπόν τους γονείς ότι κάποιοι ιδιώτες φροντιστηρίων της πόλης δίνουν τη δυνατότητα σ’ αυτά τα παιδιά να εγγραφούν και να παρακολουθήσουν δωρεάν τα μαθήματα. Πρότεινε επίσης να αναληφθεί συντονισμένη προσπάθεια σε συνεργασία με τους Δήμους και τις Διευθύνσεις Λυκείων ώστε οι μαθητές αυτοί να ενημερώνονται διακριτικά υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Κατανοούμε βέβαια, ότι σε περιόδους κρίσης και όχι μόνο, οι γονείς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο δυσβάσταχτο βάρος των διδάκτρων φροντιστηρίων ή ιδιαίτερων μαθημάτων. Δε μπορεί όμως το Δημόσιο Σχολείο να εξασφαλίσει τη Δωρεάν Παιδεία που επαγγέλλεται; Δεν επιβάλλεται σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς το Δημόσιο Σχολείο να προσαρμόσει τη λειτουργία του διευρύνοντας το πρόγραμμά του και προσφέροντας επιπλέον βοήθεια στους μαθητές;

Αναρωτηθήκαμε γιατί ένας δημοσιογράφος να παροτρύνει τους συλλόγους των φροντιστών να αναλάβουν να ενημερώσουν τους μαθητές για την ευγενική προσφορά των φροντιστηρίων τους. Μπορεί αυτό το άρθρο να εξέφραζε μεμονωμένες σκέψεις ενός ατόμου. Μήπως όμως, δημιουργείται μια προσπάθεια διαμόρφωσης αντίληψης στην κοινή γνώμη ότι το Δημόσιο Σχολείο, η δωρεάν παιδεία πρέπει να υποκατασταθούν από φροντιστήρια που επιδεικνύουν «κοινωνική ευαισθησία και αλληλεγγύη συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κρίσης και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής»;

Φοβόμαστε ότι αυτές οι σκέψεις και αντιλήψεις εκφράζουν ανθρώπους που διαμορφώνουν και την εκπαιδευτική πολιτική. Από τα τέλη Μαΐου, με μια σειρά Υπουργικών Αποφάσεων, το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να καταργήσει το δικαίωμα του μαθητή στο Δημόσιο δωρεάν Σχολείο να διαλέγει μια δεύτερη ξένη γλώσσα. Επιπρόσθετα, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, το Υπουργείο κατήργησε τη διδασκαλία της δεύτερης ξένης γλώσσας σε όλα τα Γυμνάσια των οποίων ο αριθμός των μαθητών δεν είναι «ικανοποιητικός» (12 μαθητές σε περιφερειακά σχολεία και 15 σε σχολεία αστικών κέντρων), τουτέστιν οι μαθητές διδάσκονται όλα τα μαθήματα του προγράμματος, εκτός από τα γαλλικά ή γερμανικά.

Αναρωτιόμαστε ποιοι λόγοι επιβάλλουν αυτές τις αποφάσεις. Μήπως δεν υπάρχουν αρκετοί διορισμένοι εκπαιδευτικοί για να δουλέψουν με βάση ένα σωστό σχεδιασμό, ορίζοντας στόχους και σκοπούς αποτελεσματικής εκμάθησης της ξένης γλώσσας; Υπάρχει το εκπαιδευτικό προσωπικό για να υλοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα.. Επιπλέον, με τα νέα μέτρα που έχουν ληφθεί και αφορούν συγχωνεύσεις σχολείων, συμπύκνωση και δημιουργία τμημάτων με 28 μαθητές, το προσωπικό όχι μόνο υπάρχει, αλλά και πλεονάζει, με ό,τι συνεπάγεται αυτό στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης και τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης (εφεδρεία-απολύσεις).

Όλοι ξέρουν, γονείς και εκπαιδευτικοί, ότι η εκμάθηση της ξένης γλώσσας χρειάζεται χρόνο ώστε ο μαθητής να μπορέσει να αφομοιώσει το λεξιλόγιο, τη σύνταξη, τη δομή της έκφρασης, τους ιδιωματισμούς. Χρειάζεται δημιουργική συμμετοχή εκ μέρους του εκπαιδευτικού (χρήση υπολογιστών, παιχνιδιών, τραγουδιών, βιωματικών δραστηριοτήτων), ώστε το μάθημα να είναι ευχάριστο και να επιτευχθεί ο στόχος. Οι επαναλήψεις, η σπειροειδής μάθηση και όχι βέβαια η αποστήθιση και η παθητική στάση του παιδιού, βοηθούν στο έργο του εκπαιδευτικού της ξένης γλώσσας.

Παράλληλα η γνώση και η ανακάλυψη ενός νέου πολιτισμού, καλλιεργεί τη διαπολιτισμική συνείδηση των μαθητών, της διαφορετικότητας και ομοιότητας με τους άλλους, τους ξένους αλλά και γείτονες Ευρωπαίους με τους οποίους πορευόμαστε και συνυπάρχουμε. Αυτή η γνώση διευρύνει τους ορίζοντες των μαθητών και εξελίσσει την κοινωνία μας.

Εδώ και χρόνια, οι σύλλογοι της 2ης ξένης γλώσσας ζητούν να διδάσκεται αυτή από την Τετάρτη Δημοτικού, τρεις φορές την εβδομάδα. Σημειώνουμε ότι συνήθως οι γονείς, σ’ αυτή την ηλικία αρχίζουν να στέλνουν τα παιδιά στα φροντιστήρια για τη 2η ξένη γλώσσα. Επιστημονικές μελέτες εξάλλου έχουν δείξει ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε πρώιμη ηλικία είναι ευεργετική για την ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων του παιδιού.

Πιστεύουμε ότι μέσα από το Δημόσιο Σχολείο, το παιδί που ξεκινά στην Τετάρτη Δημοτικού και συνεχίζοντας με τρίωρη διδασκαλία εβδομαδιαίως, μπορεί να ολοκληρώσει την προσπάθειά του μέχρι την Α’ Λυκείου, ώστε να αποκτήσει ένα δίπλωμα, το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας, χωρίς να επιβαρύνεται ο γονιός με φροντιστήρια. Πολλοί συνάδελφοι έχουν αποδείξει ότι αυτό ισχύει, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές να αποκτούν το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας μόνο με τα μαθήματα που κάνουν στο σχολείο τους (Πειραματικό Γυμνάσιο Ζωσιμαίας, 5ο Γυμνάσιο Ιωαννίνων, Γυμνάσιο Κουτσελιού, Γυμνάσιο Μηλιωτάδων, Γυμνάσιο Κεφαλοβρύσου, κτλ)

Αντίθετα, σήμερα, το μάθημα περιορίζεται στις δύο τελευταίες ώρες της Πέμπτης και Έκτης Δημοτικού, δύο φορές την εβδομάδα. Σε μερικά Γυμνάσια της χώρας πλέον, δε θα διδάσκεται καθόλου, με το πρόσχημα ότι δεν είναι επαρκής ο αριθμός των μαθητών (για τα υπόλοιπα όμως μαθήματα δεν τίθεται ζήτημα) και σε όσα Γυμνάσια θα διδάσκεται η 2η ξένη γλώσσα, ο εκπαιδευτικός οφείλει να καλύψει το κενό των βιβλίων του ΟΕΔΒ που στερούνται θεματικής συνέχειας και σύνδεσης καθώς και οπτικοακουστικού υλικού. Τέλος, στο Λύκειο, θα διδάσκονται μόνο τα Αγγλικά και καμία άλλη ξένη γλώσσα.

Μαθητές υπάρχουν, έστω και «συγχωνευμένοι», διορισμένο μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό με αυξημένα προσόντα, επιμόρφωση και αποδεδειγμένα αποτελέσματα στην εκπαιδευτική του πορεία υπάρχει, γιατί λοιπόν να στρέφονται οι γονείς αποκλειστικά και αναγκαστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία; Το Δημόσιο Σχολείο μπορεί και πρέπει να ξαναβρεί το ρόλο του που είναι αυτός της παροχής γνώσης, αλλά και παιδείας ευρύτερα, διαμόρφωσης χαρακτήρα και προσωπικότητας με την αρωγή και την προσπάθεια ΟΛΩΝ ΜΑΣ.

ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου